προσύμφωνο

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone

Source

Greek Monolingual

το, Ν
(νομ.) σύμβαση που ως περιεχόμενο έχει την υποχρέωση να συνάψουν οι συμβαλλόμενοι στο μέλλον μεταξύ τους ή ο ένας από αυτούς με τρίτο πρόσωπο μια άλλη, κύρια, σύμβαση με προκαθορισμό τών βασικών όρων της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ + σύμφωνο «συμφωνία, σύμβαση»].