προσωποκράτηση

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81

Greek Monolingual

η, Ν
η προσωρινή στέρηση της προσωπικής ελευθερίας ενός ατόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσωποκρατώ. Η λ., στον λόγιο τ. προσωποκράτησις, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].