προσωποποίηση

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source

Greek Monolingual

η / προσωποποίησις, -ήσεως, ΝΜ προσωποποιώ
σχήμα λόγου κατά το οποίο αποδίδονται ζωή, ενέργεια και ανθρώπινες ιδιότητες σε άψυχα όντα, σε στοιχεία της φύσης, σε ζώα και φυτά, σε νεκρούς και σε αφηρημένες έννοιες («είναι η προσωποποίηση της αγνότητας»)
νεοελλ.
πράγμα ή αφηρημένη έννοια που εμφανίζεται στον λόγο ή σε απεικόνιση ως πρόσωπο.