προσωποποίηση
From LSJ
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
Greek Monolingual
η / προσωποποίησις, -ήσεως, ΝΜ προσωποποιώ
σχήμα λόγου κατά το οποίο αποδίδονται ζωή, ενέργεια και ανθρώπινες ιδιότητες σε άψυχα όντα, σε στοιχεία της φύσης, σε ζώα και φυτά, σε νεκρούς και σε αφηρημένες έννοιες («είναι η προσωποποίηση της αγνότητας»)
νεοελλ.
πράγμα ή αφηρημένη έννοια που εμφανίζεται στον λόγο ή σε απεικόνιση ως πρόσωπο.