προσωποποιώ

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source

Greek Monolingual

προσωποποιῶ, -έω, Ν ΜΑ προσωποποιός)
εμφανίζω άψυχο πράγμα ή αφηρημένη έννοια ως έμψυχο που μιλά και δρα, κάνω προσωποποίηση
αρχ.
1. μεσ. προσωποποιοῦμαι, -έομαι
ταυτίζω ένα πρόσωπο με κάποιο άλλο
2. φρ. «διάλογον προσωποποιῶ» — δραματοποιώ έναν διάλογο.