προϋπάντηση
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
Greek Monolingual
η / προϋπάντησις, -ήσεως, ΝΜ προϋπαντῶ
μετάβαση για συνάντηση κάποιου που έρχεται, υποδοχή κάποιου.