πρώρα

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και πλώρη Ν, και επικ. και ιων. τ. πρῴρη και πρῷρα και ποιητ. τ. πρώϊρα και άχρηστος ασυναίρ. τ. στον Ηρωδιανό πρώειρα και πρώρρα Α
το πρόσθιο σφηνοειδές άκρο του πλοίου, το προορισμένο να διασχίζει το νερό
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) το πρόσθιο μισό τμήμα του πλοίου και ιδίως του καταστρώματος
αρχ.
1. η άκρη, το ακραίο τμήμα του κλήματος
2. (κατά τον Ησύχ.) πρόσωπο
3. φρ. (με μτφ. σημ.) α) «πάροιθεν δὲ πρῴρας... κραδίας» — μπροστά από την καρδιά μου (Αισχύλ.)
β) «ὦ πρῷρα λοιβῆς Ἑστία» — η πρώτη η οποία έχει δικαίωμα σπονδής (Σόφ.)
γ) «μηδὲ προσίστω πρῷραν βιότου» — η πρώρα του πλοίου της ζωής, δηλ. η πρώτη νιότη (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρῷρα παράγεται από το θ. της λ. πρών (< πρώ-F-ων, βλ. λ. πρών, πρώτος) με υγρό ένθημα -r- και επίθημα -ja και έχει σχηματιστεί, με συναίρεση, είτε από έναν τ. πρώ-αιρα (< πρω-F-αρ-ja, πρβλ. χίμ-αιρα) είτε από τ. πρώ-ειρα (< πρω-F-ερ-ja, πρβλ. πί-ειρα). Η λ. συνδέεται με: αρχ. ινδ. pūr-va «ο πρώτος, ο προηγούμενος», αρχ. σλαβ. prŭvŭ «ο πρώτος». Τέλος, ο τ. πρῴρη έχει σχηματιστεί κατά το πρύμν-η, ενώ το νεοελλ. πλώρη, με ανομοιωτική τροπή του -ρ- σε -λ-].