προχειρολογία
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν προχειρολόγος
1. η ενέργεια του προχειρολογώ
2. πρόχειρος, απερίσκεπτος λόγος, προφορικός ή γραπτός.
η, Ν προχειρολόγος
1. η ενέργεια του προχειρολογώ
2. πρόχειρος, απερίσκεπτος λόγος, προφορικός ή γραπτός.