πρωτόβολος

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui pousse le premier ou la première fois;
2 qui pousse ses premières dents en parl. d’un cheval.
Étymologie: πρῶτος, βάλλω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που τον χτυπούν ή που τον χτύπησαν πρώτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ορθό-βολος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].