πτέραρχος
From LSJ
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
Greek Monolingual
ο, Ν
ανώτατος βαθμός της αεροπορίας, αντίστοιχος με τον στρατηγό και τον ναύαρχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρ-υγα «βασική μονάδα της πολεμικής αεροπορίας» + -αρχος].