αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
ἡ, Μ
πτωχή επισκοπή, επισκοπή χωρίς επαρκείς πόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + ἐπισκοπή.