πυκνόκαρπος
From LSJ
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
English (LSJ)
ον,
A thick with fruit, Luc.Am.12.
German (Pape)
[Seite 815] mit dichten oder vielen Früchten, μυῤῥίνη, Luc. amor. 12.
Greek (Liddell-Scott)
πυκνόκαρπος: -ον, ὁ ἔχων πυκνοὺς καρπούς, Λουκ. Ἔρωτ. 12.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για φυτό) αυτός που έχει πυκνούς καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + καρπός].