πυρετικός
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
ή, όν,= πυρεκτικός, Ptol.Tetr.85.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πυρετικός, -ή, -όν, ΝΑ πυρετός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρετό («πυρετικοί σπασμοί» — επεισόδια σπασμών τα οποία παρουσιάζονται σε βρέφη και νήπια ηλικίας μεταξύ 6 μηνών και 5 ετών κατά τη διάρκεια εμπύρετων καταστάσεων, εκτός από οφειλόμενες σε λοιμώξεις του κεντρικού νευρικού συστήματος και άλλες γνωστές αιτίες σπασμών)
νεοελλ.
1. αυτός που προκαλεί πυρετό, πυρετώδης
2. συνεκδ. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από πυρετό.