νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
Full diacritics: πῠρομάχος | Medium diacritics: πυρομάχος | Low diacritics: πυρομάχος | Capitals: ΠΥΡΟΜΑΧΟΣ |
Transliteration A: pyromáchos | Transliteration B: pyromachos | Transliteration C: pyromachos | Beta Code: puroma/xos |
[ᾰ], ον,= πυριμάχος, Thphr.Lap.9.
[Seite 823] = πυριμάχος, Theophr.
πῠρομάχος: -ον, = πυρίμαχος, Θεόφρ. π. Λίθ. 9, Ρήτορες (Walz) 1. 580.
-ο / πυρομάχος, -ον, ΝΑ
βλ. πυριμάχος.