σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain
-ίσματος, το, Ν πωματίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πωματίζω, τάπωμα
2. ιατρ. έμφραξη, κλείσιμο φυσιολογικής ή τραυματικής κοιλότητας με βαμβάκι ή γάζα.