ραδιενέργεια

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

Greek Monolingual

και παλ. τ. ραδιενέργεια, η, Ν
φυσ. χαρακτηριστική ιδιότητα ορισμένων ατόμων και, κατ' επέκταση, τών υλικών που τα περιέχουν, κατά την οποία οι πυρήνες τους διασπώνται αυθόρμητα, παρέχοντας νέους πυρήνες με ταυτόχρονη εκπομπή ορισμένων σωματιδιακών ή και ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών και απελευθέρωση ενέργειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελλ. ως προς το α' συνθετικό και απόδοση ως προς το β' συνθετικό, πρβλ. αγγλ. radioactivity (< λατ. radius «ακτίνα, αστραπή» + activity «ενέργεια»)].