ἡ,= ῥαγάς, ῥῆγμα, Hp.Nat.Puer.12, al.; cf. ῥάγα.
[Seite 830] ἡ, = ῥαγάς, ῥῆγμα, Hipp. u. sp. Medic.
ῥᾰγή: ἡ, = ῥαγάς, ῥῆγμα. Ἱππ. 235. 41., 236. 4, κτλ.
η / ῥαγή, ΝΑρήγμα, σχισμάδανεοελλ.ιατρ. ασήμαντη ρωγμή οστού.[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ- του ῥήγνυμι + κατάλ. -ή (πρβλ. πληγ-ή)].