ῥαγή

Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

ἡ,= ῥαγάς, ῥῆγμα, Hp.Nat.Puer.12, al.; cf. ῥάγα.

German (Pape)

[Seite 830] ἡ, = ῥαγάς, ῥῆγμα, Hipp. u. sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾰγή: ἡ, = ῥαγάς, ῥῆγμα. Ἱππ. 235. 41., 236. 4, κτλ.

Greek Monolingual

η / ῥαγή, ΝΑ
ρήγμα, σχισμάδα
νεοελλ.
ιατρ. ασήμαντη ρωγμή οστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ- του ῥήγνυμι + κατάλ. -ή (πρβλ. πληγ-ή)].