ραδιοφωνία
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
Greek Monolingual
η, Ν
(επικοιν.)
1. ηλεκτρονική μετάδοση ραδιοφωνικών σημάτων που προορίζονται για το ευρύ κοινό και περιλαμβάνουν εκπαιδευτικά, ενημερωτικά και ψυχαγωγικά προγράμματα
2. η τεχνική και η οργάνωση τών εκπομπών αυτών για το ευρύτερο κοινό, καθώς και η υπηρεσία που διευθύνει τις σχετικές εκπομπές («ελληνική ραδιοφωνία»)
3. η ραδιοτηλεφωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. γαλλ. radiophonie (< λατ. radius «ακτίνα» + φωνή + κατάλ. -ία)].