ράπισμα

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source

Greek Monolingual

το / ῥάπισμα, -ίσματος, ΝΜΑ ῥαπίζω
χτύπημα στο πρόσωπο με ανοιχτή παλάμη του χεριού (α. «oἱ ὑπηρέται ῥαπίσμασιν αὐτὸν ἔβαλλον», ΚΔ
β. «ῥάπισμα κατεδέξατο ὁ ἐν Ἰορδάνῃ ἐλευθερώσας τὸν Ἀδάμ», εκκλ.)
νεοελλ.
μτφ. ηθική μείωση ή οδυνηρή έκπληξη («δέχθηκε ηχηρό ράπισμα»)
αρχ.
1. χτύπημα με ραβδί
2. πληγή, χτύπημα.