ᾁδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων → sing worse than Leibethrans, sing worse than the people of Leibethra
-ον, Α(για φυτό) αυτός που βγάζει άνθη ή καρπούς αμέσως από τη ρίζα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + κεφαλή.