ρινολαλία

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. διαταραχή της φωνής, προκαλούμενη από αλλαγές στην αντήχηση τών ρινικών κοιλοτήτων, με αποτέλεσμα η φωνή να είναι έρρινη ή σαν φωνή παλιάτσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhinolalia (< ῥίς, ῥινός + λαλώ)].