ριζωνύχιο

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80

Greek Monolingual

το / ῥιζονύχιον, ΝΑ
νεοελλ.
το πίσω, απαλό μέρος του νυχιού που είναι καλυμμένο με δέρμα
αρχ.
η ῥιζωνυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + ὄνυξ, -υχος].