νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
το, Νπέταλο ρόδου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + πέταλο. Η λ., στον πληθ. ροδοπέταλα, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].