ροπαλόκερα
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
Greek Monolingual
τα, Ν
ζωολ. υποδιαίρεση τών λεπιδόπτερων εντόμων που έχουν το άκρο τών κεραιών τους διογκωμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhopalocera (< ρόπαλο + κέρας)].