Ρωμαίος
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
Greek Monolingual
ο, θηλ. Ρωμαία / Ῥωμαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και Ρωμαΐς, Α
1. ο πολίτης, ο κάτοικος της Ρώμης, αρχαίας ή σύγχρονης, ή αυτός που κατάγεται από τη Ρώμη
2. ο λατινικής καταγωγής και λατινόφωνος Ιταλός
3. κάθε υπήκοος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που είχε λάβει από το 212 μ.Χ. το δικαίωμα του πολίτη
νεοελλ.-μσν.
(ειδικά) ο ελληνόφωνος χριστιανός ορθόδοξος κάτοικος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ο Ρωμιός
μσν.
ο υπήκοος του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους, συχνά κατ' αντιδιαστολήν προς τους «Λατίνους», τους δυτικούς Ρωμαίους («διατ' ἦτον σπίτιν ὁλωνῶν, Ῥωμαίων καὶ Λατίνων», Άλωσις Κων / πόλεως, Legrand, Bibliotheque)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. α) εν. τὸ Ῥωμαῑον
ο ναός της θεοποιημένης Ρώμης
β) πληθ. τὰ Ῥωμαία
οι αγώνες τών Ρωμαίων («Ῥωμαῑα τὰ ἐν Χαλκίδι», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ῥώμη + κατάλ. -αῖος].