το, Ν σακατεύω1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σακατεύω, η πρόκληση σοβαρής ή και ανεπανόρθωτης σωματικής βλάβης, η οποία συνήθως οδηγεί σε αναπηρία2. συνεκδ. α) σοβαρό χτύπημα ή τραύμαβ) μτφ. μεγάλη ταλαιπωρία, βάσανο.