σακχαρώδης

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375

Greek Monolingual

-ες, Ν
1. ζαχαρώδης
2. φρ. «σακχαρώδης διαβήτης»
ιατρ. χρόνια νόσος της οποίας κύριο χαρακτηριστικό είναι η ύψωση της στάθμης του σακχάρου στο αίμα, αλλ. διαβήτης ή κν. ζαχαροδιαβήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1799 στον Α. Γαζή].