σαλατικό

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. κάθε λαχανικό ή οποιοδήποτε άλλο είδος εδωδίμου που χρησιμεύει για την παρασκευή της σαλάτας
2. (κατ' επέκτ.) η σαλάτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. ενός επιθ. σαλατικός (< σαλάτα)].