σαμαράς
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
Greek Monolingual
ο, Ν
κατασκευαστής σαμαριών, σαγματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαμάρι + κατάλ. -άς (πρβλ. γαλατ-άς)].
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
ο, Ν
κατασκευαστής σαμαριών, σαγματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαμάρι + κατάλ. -άς (πρβλ. γαλατ-άς)].