σαμιακός

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / σαμιακός, -ή, -όν, ΝΑ Σάμος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην νήσο Σάμο ή αυτός που προέρχεται από την Σάμο, ο σαμιώτικος («σαμιακό κρασί»)
νεοελλ.
φρ. «Σαμιακός Κώδιξ»
(νομ.) ο αστικός κώδικας που ίσχυε στην Σάμο από το 1899 μέχρι το 1946.