σάμπως

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source

Greek Monolingual

Ν
επίρρ. (κυρίως ως τροπ.)
1. σαν να, ωσάν («μού ζήτησε δανεικά σάμπως να τον γνώριζα από παλιά»)
2. μήπωςσάμπως το ήξερα;»)
3. πιθανώς, ίσως («σάμπως να' χεις δίκιο»)
4. σαν («έτσι μυτερός που είναι ο βράχος μοιάζει σάμπως πυραμίδα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαν + πως].