σάμπως
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Ν
επίρρ. (κυρίως ως τροπ.)
1. σαν να, ωσάν («μού ζήτησε δανεικά σάμπως να τον γνώριζα από παλιά»)
2. μήπως («σάμπως το ήξερα;»)
3. πιθανώς, ίσως («σάμπως να' χεις δίκιο»)
4. σαν («έτσι μυτερός που είναι ο βράχος μοιάζει σάμπως πυραμίδα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαν + πως].