σαρκόψυλλος

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158

Greek Monolingual

ο, Ν
ζωολ. γένος ψύλλων τών θερμών περιοχών της Γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sarcopsylla (< σάρξ, σαρκός + ψύλλα / ψύλλος)].