σαρκόψυλλος

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
ζωολ. γένος ψύλλων τών θερμών περιοχών της Γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sarcopsylla (< σάρξ, σαρκός + ψύλλα / ψύλλος)].