Σεβαστιάς
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
ἡ, = Lat.
A Augusta, AP9.355 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 867] ἡ, Augusta, Leon. Tar. 8, 3 (VI, 288).
Greek (Liddell-Scott)
Σεβαστιάς: ἡ, τὸ Λατ. Augusta, Ἀνθ. Π. 9. 355.
Greek Monolingual
-άδος, ἡ, Α
η σύζυγος του αυτοκράτορα, αλλ. Σεβαστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεβαστός + κατάλ. -ιάς (πρβλ. σθεν-ιάς)].