σεληνοειδής
From LSJ
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
English (LSJ)
ές,
A like the moon, crescent-shaped, Cleom.2.1, Porph.Sent.29, Suid. s.v. μηνοειδής.
German (Pape)
[Seite 870] ές, mondartig, mondförmig, Suid. v. μηνοειδής.
Greek (Liddell-Scott)
σεληνοειδής: -ές, ὁ ὅμοιος τῇ σελήνῃ, ἔχων τὸ σχῆμα αὐτῆς, Κλεομήδ., Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
αυτός που έχει το σχήμα της Σελήνης, μηνοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + -ειδής].