σελάγισμα

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A lightning, Man.4.189.

German (Pape)

[Seite 869] τό, das Leuchten, Wetterleuchten, Blitzen, Nicet., vgl. Maneth. 4, 189.

Greek (Liddell-Scott)

σελάγισμα: [ᾰ], τό, Μανέθων 4. 189· καὶ σελαγισμός, ὁ, Ἀνέκδ. Ὀξων. 3. 362, λάμψις, ἀστραπή.

Greek Monolingual

το, ΝΑ σελαγίζω
λάμψη, ακτινοβολία.