σελάγισμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A lightning, Man.4.189.
German (Pape)
[Seite 869] τό, das Leuchten, Wetterleuchten, Blitzen, Nicet., vgl. Maneth. 4, 189.
Greek (Liddell-Scott)
σελάγισμα: [ᾰ], τό, Μανέθων 4. 189· καὶ σελαγισμός, ὁ, Ἀνέκδ. Ὀξων. 3. 362, λάμψις, ἀστραπή.
Greek Monolingual
το, ΝΑ σελαγίζω
λάμψη, ακτινοβολία.