Σέρβος

From LSJ
Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102

Greek Monolingual

ο, θηλ. Σερβίδα και Σέρβα, Ν
ο κάτοικος της Σερβίας ή αυτός που κατάγεται από την Σερβία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. srb].