σιδηροφυής

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

ές, (φύω)

   A of iron nature, dub. l. in Poll.7.106, where Bekker (after cod. A, -φύσσα) reads σιδηρόφῡσα, forge-bellows.

German (Pape)

[Seite 880] ές, aus Eisen geschaffen, von eiserner Natur, nach Poll. 7, 106 Inschrift auf ciner Bildsäule des Eisenarbeiters Xanthias.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροφυής: -ές, (φύω) ὁ τὴν φύσιν σιδηροῦς ἢ τὴν κατασκευήν, ἀμφίβ. γραφὴ παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 106, ἔνθα ὁ Βεκκῆρ. ἀναγινώσκει σιδηρόφυσα, φυσητήριον σιδηρουργοῦ.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. κατασκευασμένος από σίδηρο
2. αυτός που έχει την φύση σιδήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. ῥιζο-φυής].