σιδηροδέσμιος

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

German (Pape)

[Seite 879] = Folgdm, Suid. v. Νέρων.

Greek Monolingual

-α, -ο / σιδηροδέσμιος, -ον, ΝΜ
(για πρόσ. και ζώα) δεμένος με σιδερένιες αλυσίδες, αλυσόδετος
νεοελλ.
δεμένος με χειροπέδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + δέσμιος (< δεσμός), πρβλ. αλυσο-δέσμιος.