σιδηροδέσμιος

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189

German (Pape)

[Seite 879] = Folgdm, Suid. v. Νέρων.

Greek Monolingual

-α, -ο / σιδηροδέσμιος, -ον, ΝΜ
(για πρόσ. και ζώα) δεμένος με σιδερένιες αλυσίδες, αλυσόδετος
νεοελλ.
δεμένος με χειροπέδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + δέσμιος (< δεσμός), πρβλ. αλυσοδέσμιος.