σίσυρνος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 884] ὁ, = σίσυρνα, σισύρα. Auch ein wundärztlicher Verband, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σίσυρνος: «οὕτω καλεῖταί τις τῶν ἰατρικῶν ἐπιδέσμων» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
και σίσυρος, ὁ, Α
1. σισύρα
2. (κατά τον Ησύχ.) «οὕτω καλεῑταί τις τῶν ἰατρικῶν ἐπιδέσμων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένοι τ. τών σίσυρνα / σισύρα κατά τα αρσ.].