σίσυρνος

From LSJ
Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source

German (Pape)

[Seite 884] ὁ, = σίσυρνα, σισύρα. Auch ein wundärztlicher Verband, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σίσυρνος: «οὕτω καλεῖταί τις τῶν ἰατρικῶν ἐπιδέσμων» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

και σίσυρος, ὁ, Α
1. σισύρα
2. (κατά τον Ησύχ.) «οὕτω καλεῑταί τις τῶν ἰατρικῶν ἐπιδέσμων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένοι τ. τών σίσυρνα / σισύρα κατά τα αρσ.].