σιτοδαισία

Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

German (Pape)

[Seite 885] ἡ, Getreide- oder Brotvertheilung, Dion. Hal. 7, 45; f. l. ist σιτοδασία.

Greek Monolingual

ἡ, Α
διανομή σίτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -δαισία (< -δαίτης < δαίομαι «χωρίζω, μοιράζω»), πρβλ. γεω-δαισία].