[Seite 885] ἡ, Getreide- oder Brotvertheilung, Dion. Hal. 7, 45; f. l. ist σιτοδασία.
ἡ, Αδιανομή σίτου.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -δαισία (< -δαίτης < δαίομαι «χωρίζω, μοιράζω»), πρβλ. γεω-δαισία].