σκαλιδεύω
From LSJ
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand, and I will move the Earth
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand, and I will move the Earth
Full diacritics: σκᾰλῐδεύω | Medium diacritics: σκαλιδεύω | Low diacritics: σκαλιδεύω | Capitals: ΣΚΑΛΙΔΕΥΩ |
Transliteration A: skalideúō | Transliteration B: skalideuō | Transliteration C: skalideyo | Beta Code: skalideu/w |
(σκαλίς)
A = σκαλίζω, σκάλλω, scalpo, Gloss.
[Seite 888] = σκαλίζω, σκάλλω.
σκᾰλῐδεύω: (σκαλὶς) = σκαλίζω, σκάλλω, Γλωσσ.