ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly
σκηπτοβάμων: [ᾱ], -ον, γεν. -ονος, ὁ ἐπὶ τοῦ σκήπτρου καθήμενος, ὁ σκ. ἀετός, κύων Διὸς Σοφ. Ἀποσπ. 766, πρβλ. Πινδ. Π. 1. 10.
-όβαμον, Α βλ. σκηπτροβάμων.