σκεδάζω
From LSJ
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
German (Pape)
[Seite 891] = σκεδάννυμι, Eust. 629, 25.
Greek (Liddell-Scott)
σκεδάζω: μεταγεν. τύπος τοῦ ἑπομ., Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ΜΑ
σκεδάννυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. του σκεδάννυμι, κατά τα ρ. σε -άζω].