σκεπαρνηδόν

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκεπαρνηδόν Medium diacritics: σκεπαρνηδόν Low diacritics: σκεπαρνηδόν Capitals: ΣΚΕΠΑΡΝΗΔΟΝ
Transliteration A: skeparnēdón Transliteration B: skeparnēdon Transliteration C: skeparnidon Beta Code: skeparnhdo/n

English (LSJ)

Adv.

   A like a σκέπαρνον 11, Hp.Fract.29.

German (Pape)

[Seite 892] adv., nach Art eines wundärztlichen Verbandes, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

σκεπαρνηδόν: Ἐπίρρ., κατὰ τὸν τρόπον τοῦ ἐπιδέσμου τοῦ καλουμένου σκέπαρνον, Ἱππ. Ἀγμ. 770.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. κατά τον τρόπο του επιδέσμου σκέπαρνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέπαρνος «είδος χειρουργικού επιδέσμου» + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].