σκηνοθέτης

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. σκηνοθέτις, -ιδος, και σκηνοθέτρια, Ν
καλλιτέχνης που έχει αναλάβει την επιμέλεια της σκηνοθεσίας μια θεατρικής και, γενικότερα, καλλιτεχνικής παράστασης ή μιας κινηματογραφικής ταινίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + -θέτης (< τίθημι). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Άστυ].