σκορπιδόχορτο
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Greek Monolingual
το, Ν
1. το φυτό σκορπίδι
2. φρ. «έγινε σκορπιδόχορτο» — λέγεται για χρηματικό ποσό ή για περιουσία που σπαταλήθηκε άσκοπα.