σκορπιδόχορτο
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
Greek Monolingual
το, Ν
1. το φυτό σκορπίδι
2. φρ. «έγινε σκορπιδόχορτο» — λέγεται για χρηματικό ποσό ή για περιουσία που σπαταλήθηκε άσκοπα.