σκοτούρα
From LSJ
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
η, Ν
1. ζάλη, σκοτοδίνη
2. μτφ. συνεχής ενόχληση, μπελάς, δυσάρεστη και επίμονη φροντίδα («έχει ένα σωρό σκοτούρες η δόλια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + κατάλ. -ούρα (πρβλ. χασ-ούρα)].