σκούξιμο

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. δυνατή και γοερή κραυγή
2. συνεκδ. θρήνος, οιμωγή, ολοφυρμός
3. (για σκυλιά, λύκους και άλλα ζώα) ουρλιαχτό, υλακή, αλύχτημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έ-σκουξ-α, αόρ. του ρ. σκούζω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. σπρώξιμο)].